- άπλευστος
- uygun olmayan (gemicilik için sular)
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
άπλευστος — ἄπλευστος, ον (Α) εκείνος στον οποίο δεν μπορεί να πλεύσει κανείς … Dictionary of Greek
ἄπλευστος — not navigated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπλευστον — ἄπλευστος not navigated masc/fem acc sg ἄπλευστος not navigated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλεύστου — ἄπλευστος not navigated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)